γράμμα

γράμμα
τό
1) буква;

γράμμα μεγάλο ( — или κεφαλαίο) — заглавная, прописная буквг;

γράμμα μικρό ( — или πεζό) — строчная буква;

γράμμ ιερογλυφικό — иероглиф;

γράμμα του τύπου — типографская литера;

2) письмо;

συστημένο γράμμα — заказное письмо;

3) πλ. дип грамота;

διαπιστευτήρια γράμματα — верительные грамоты;

ανακλητήρια γράμματά — отзывная грамота;

4) πλ. литература;

τα γράμματα και οι τέχνες — литература и искусство;

οι άνθρωποι ( — или προσωπικότητες) των γράμμάτων και της τέχνης — деятели культуры;

5) πλ. учение, просвещение, образование; наука;

βνθρωπος των γράμματών — образованный человек;

γνωρίζω ( — или ξέρω) γράμματα — быть грамотным;

δεν έμαθε γράμματά — он не получил образования;

§ ιερά γράμματα — священное писание;

κενό γράμμα — пустея, бессодержательная бумага;

γράμμα του νόμου — буква закона;

νεκρό γράμμα — мёртвая буква;

κορώνα (η ) γράμματα — орёл или решка;

έπαιξε το κεφάλι του κορώνα (η ) γράμματα — он рискнул головой;

δεν τα παίρνω τα γράμματα — быть тупым, бестолковым;

κατά γράμμα — буквально, дословно; — слово в слово;

γράμματα κλάμματα — погов, без муки нет науки


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Полезное


Смотреть что такое "γράμμα" в других словарях:

  • γραμμά — γραμμά̱ , γραμμή stroke fem nom/voc/acc dual γραμμά̱ , γραμμή stroke fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράμμα — that which is drawn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • γράμμα — το 1. γραπτό σύμβολο κάθε φθόγγου μιας γλώσσας: Τα γράμματα του αλφάβητου. 2. ο φθόγγος που παριστάνεται με γραπτό σύμβολο. 3. επιστολή: Ο ταχυδρόμος μού έφερε ένα γράμμα. 4. στον πληθ., γράμματα η μόρφωση: Δεν του άρεσαν τα γράμματα, γι’ αυτό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμᾷ — γραμμή stroke fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἥνικα Πυθαγόρης τὸ περικλεὲς εὕρατο γράμμα κεῖν’, ἐφ’ ὅτῳ κλείνην ἤγαγε βουθυσίην. — (παλαιὸς λόγος). См. Гекатомба …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σιγίλιο — Γράμμα που γραφόταν σε μεμβράνη και υπογραφόταν από τον πατριάρχη και τα μέλη της πατριαρχικής συνόδου. Λεγόταν και σιγιλιώδες γράμμα. Σφραγιζόταν με μολυβδένια βούλα που στο ένα μέρος της έδειχνε την Παναγία να κρατάει στα χέρια της το μικρό… …   Dictionary of Greek

  • γράμμ' — γράμμα , γράμμα that which is drawn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμάν — γραμμά̱ν , γραμμή stroke fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμάς — γραμμά̱ς , γραμμή stroke fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμάτοιν — γράμμα that which is drawn neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»